- υδροφορία
- ημεταφορά νερού, νεροκουβάλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑδροφορία — ὑδροφορίᾱ , ὑδροφορία the office of fem nom/voc/acc dual ὑδροφορίᾱ , ὑδροφορία the office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροφόρια — water carrying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροφορία — η / ὑδροφορία, ΝΑ, και ποιητ. τ. ὑδροφορείη Α [υδροφόρος] η μεταφορά νερού νεοελλ. 1. γεωλ. α) η φυσική συγκράτηση εκμεταλλεύσιμης ποσότητας γλυκού νερού κάτω από την επιφάνεια τής Γης 2. (γεωλ. τεχνολ.) ο τεχνητός εγκλωβισμός εκμεταλλεύσιμων… … Dictionary of Greek
Υδροφόρια — τὰ, Α [ὑδροφόρος] (ενν. ἱερά) 1. γιορτή στην Αίγινα προς τιμήν τού Απόλλωνος 2. (στην Αθήνα) εορτή κατά τη διάρκεια τής τελευταίας ημέρας τών Ανθεστηρίων που γινόταν σε ανάμνηση τών ανθρώπων οι οποίοι είχαν χαθεί στον κατακλυσμό που συνέβη στα… … Dictionary of Greek
ὑδροφορίας — ὑδροφορίᾱς , ὑδροφορία the office of fem acc pl ὑδροφορίᾱς , ὑδροφορία the office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροφορίαν — ὑδροφορίᾱν , ὑδροφορία the office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИДРОФОРИИ — • Ύδροφόρια, праздник, справляемый во всей Греции весной для умилостивления подземных богов и душ умерших. В Афинах этот праздник справляли в месяце Анфестерионе и бросали жертвы за упокой умерших, пироги из муки и меда, в пропасть в… … Реальный словарь классических древностей
υδροφορικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδροφορία (βλ. λ.), ο χρήσιμος στην υδροφορία: Υδροφορικό όχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
υδροφόρησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑδροφορῶ] η υδροφορία … Dictionary of Greek